- συρματοποιός
- ο, Ναυτός που κατασκευάζει σύρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρματοποιία — η, Ν η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής συρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
συρματοποιείο — το, Ν εργοστάσιο κατασκευής σύρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρματοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. συρματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
συρματοποιώ — έω, Ν [συρματοποιός] κατασκευάζω σύρμα … Dictionary of Greek